κυλίκεια — κυλίκειος of a cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίκειος — κυλίκειος, ον (Α) [κύλιξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύλικα («κυλίκεια ζητήματα» συζητήσεις κατά τη διάρκεια συμποσίου, Πολύδ.) … Dictionary of Greek